- εκπέμπομαι
- εκπέμπομαι βλ. πίν. 10
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐκπέμπομαι — ἐκπέμπω send out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
εκχορδώ — ἐκχορδῶ ( όω) (Α) (στην παθ.) ἐκχορδοῡμαι βγαίνω, εκπέμπομαι από τις φωνητικές χορδές … Dictionary of Greek
ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… … Dictionary of Greek
περιανθώ — έω, Α [περιανθής] 1. έχω ολόγυρα άνθη 2. (για τη θερμότητα) εκπέμπομαι προς όλες τις κατευθύνσεις, διαχέομαι … Dictionary of Greek